- υλητόμος
- -ον, Αβλ. υλοτόμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
IDA — I. IDA hodie mons Troade, mons altissimus, qui ad Troadem spectat, totius Hellesponti altissimus, Diod. Sic. l. 17. cuiuscacumen Gargarus Strab. l. 10. p. 472. 475. l. 12. p. 574. l. 13. p. 581. 583. et 604. Athen. l. 15. p. 682. dicitur. In hoc… … Hofmann J. Lexicon universale
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
υλοτόμος — ο / ὑλοτόμος, ον, ΝΑ, και λοτόμος Ν, και ὑλητόμος, και δωρ. τ. ὑλατόμος, Α το αρσ. ως ουσ. ο υλοτόμος·(για προσ.) αυτός που κόβει τα δέντρα τού δάσους, ξυλοκόπος νεοελλ. 1. αυτός που αναλαμβάνει την εκμετάλλευση ενός δάσους 2. το αρσ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
ὑλατόμος — ὑλᾱτόμος , ὑλητόμος masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)